παραχωρώ — παραχωρώ, παραχώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραχωρώ — παραχώρησα, παραχωρήθηκα, παραχωρημένος, αφήνω, διαβιβάζω σε κάποιον δικαίωμα ή πράγμα: Στους ακτήμονες παραχωρήθηκε κλήρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραχωρῶ — παραχωρέω go aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
εκχωρώ — ( έω) (AM ἐκχωρῶ) παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. απομακρύνομαι, φεύγω από έναν τόπο («ἐκχωρεῑν ἐκ χώρας») 2. μεταναστεύω, μετοικώ 3. μτφ. εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω 4. (για μέλος τού σώματος) βγαίνω από τη θέση μου, εξαρθρώνομαι 5. αποχωρώ,… … Dictionary of Greek
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
προσυγχωρώ — έω, Α 1. παραχωρώ προηγουμένως 2. μέσ. προσυγχωροῡμαι, έομαι συμφωνώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συγχωρῶ «συμφωνώ, υποχωρώ, παραχωρώ»] … Dictionary of Greek
συμπαραχωρώ — έω, Α [παραχωρῶ] παραχωρώ συγχρόνως … Dictionary of Greek